Από την έναρξη της παγκόσμιας καπιταλιστικής κρίσης ακούμε αρκετά συχνά ότι στην Ελλάδα έχει επιβληθεί από την πολιτική και την οικονομική εξουσία καθώς και από τους διεθνείς χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς ένα καθεστώς εξαίρεσης που προσπαθεί να «βάλει σε τάξη» το δημοσιονομικό χρέος ώστε να γίνει βιώσιμο. Η κατάσταση εξαίρεσης γίνεται κατανοητή ως ένα προσωρινό μέτρο που έχει ως στόχο να αντιμετωπίσει ένα έκτακτο συμβάν και τελικά αναβαθμίζεται σε κανονική τεχνική της σύγχρονης διακυβέρνησης. H διαμόρφωση μιας διαρκούς κατάστασης εξαίρεσης (ακόμα και στα λεγόμενα δημοκρατικά κράτη) τείνει όλο και περισσότερο να παρουσιάζεται ως ο κυρίαρχος και φυσιολογικός τρόπος διακυβέρνησης στη σύγχρονη πολιτική, μεταβάλλοντας ριζικά τη δομή και την έννοια της παραδοσιακής διάκρισης των συνταγματικών μορφών, αίροντας τη φιλελεύθερη ψευδαίσθηση περί διάκρισης των εξουσιών.
Συνακόλουθα, μετά το «τέλος των μνημονίων», εύκολα καταλαβαίνει κανείς ότι οι μειώσεις σε μισθούς και συντάξεις, οι αυξήσεις των φόρων, οι περικοπές στις φαρμακευτικές δαπάνες και γενικότερα το σάρωμα των εργατικών κατακτήσεων μόνο προσωρινά μέτρα δεν είναι. Σε περιόδους σαν αυτή που διανύουμε, η πολύμορφη όξυνση της καταστολής έρχεται αφενός ως αποτέλεσμα της χρεοκοπίας του νεοφιλελεύθερου προγράμματος, δηλαδή ενός προγράμματος που ήθελε να επιχειρηματικοποιήσει κάθε σφαίρα της κοινωνικής ζωής και αφετέρου αποτελεί αναπόσπαστο και δομικό κομμάτι του καθεστώτος εξαίρεσης που επιδιώκει να χτυπήσει προληπτικά την αντίσταση των απείθαρχων και των ανατρεπτικών κομματιών αυτής της κοινωνίας. Στην συγκεκριμένη συνθήκη έρχονται να προστεθούν και οι πρόσφυγες με τους μετανάστες και τις μετανάστριες, δηλαδή εκείνος ο πλεονάζοντας πληθυσμός που αδυνατεί να ενταχθεί στην παραγωγή ακόμα και ως φτηνό εργατικό δυναμικό.
Το δόγμα νόμος και τάξη και η όλη συζήτηση περί ασφάλειας των πολιτών είναι η άλλη πλευρά της συνέχισης της επίθεσης από τους νέους διαχειριστές της εξουσίας στο κομμάτι της κοινωνίας το οποίο συνεχίζει να βάλλεται από την οικονομική κρίση, την ανεργία και την υποαπασχόληση. Η αναβάθμιση του τρομονόμου τόσο από τον ΣΥΡΙΖΑ όσο και από την ΝΔ και η προέκταση του ακόμα και για αδικήματα πλημμεληματικού χαρακτήρα προφανώς δεν αφορά μόνο τις ένοπλες οργανώσεις αλλά έχει ως στόχο την καταστολή και την απονεύρωση του ευρύτερου ανταγωνιστικού κινήματος. Αντίστοιχα η ποινικοποίηση και η βίαιη καταστολή των δράσεων ενάντια στους πλειστηριασμούς της πρώτης κατοικίας, η αστυνομική κατοχή και οι καθημερινοί ξυλοδαρμοί αγωνιστών και αγωνιστριών στα Εξάρχεια, οι έφοδοι των αστυνομικών σε κινηματογράφους και club, η κατάργηση του πανεπιστημιακού ασύλου καθώς και η ποινικοποίηση των σωματείων με βάση τον νέο συνδικαλιστικό νόμο αποτελούν κατασταλτικούς σχεδιασμούς που μας παραπέμπουν σε πιο σκοτεινές περιόδους της πρόσφατης ιστορίας. Επιπλέον η περιστολή στην ελευθερία της κίνησης των μεταναστών και των προσφύγων καθώς και η δημιουργία των κλειστών κέντρων κράτησης ως βιοπολιτική διαχείριση, σε συνδυασμό με την κυρίαρχη ξενοφοβική ρητορική που μας βομβαρδίζει σε καθημερινή βάση από τη δεκαετία του ενενήντα, έχει εντείνει σε επικίνδυνο βαθμό τη δράση των πιο συντηρητικών κομματιών της κοινωνίας.
Πρόσφατα το σωματείο εργαζομένων στη ΜΚΟ ΑΡΣΙΣ έλαβε γνώση ύστερα και από τη δημοσίευση της καταγγελίας του αναρχικού Αλέξανδρου Κ., ότι στις 19/10 μετά από συγκέντρωση και πορεία ενάντια στα στρατόπεδα συγκέντρωσης μεταναστών/ριών, κάποιοι αγωνιστές που συμμετείχαν και επέστρεφαν στο σημείο που είχαν παρκάρει τις μηχανές τους, εντόπισαν χαφιέδες της κρατικής ασφάλειας ή κάποιας άλλης «μυστικής» υπηρεσίας, να τοποθετούν, συσκευές γεωεντοπισμού (GPS tracker) όπως έδειξε και η επιτόπια έρευνα που έκαναν. Λίγους μήνες πιο πριν, είχε προηγηθεί και η καταγγελία του πανεπιστημιακού Τάκη Πολίτη, γνωστού ακτιβιστή για τα πολιτικά και τα κοινωνικά δικαιώματα που είχε εντοπίσει παρόμοιο τύπο συσκευής στο αυτοκίνητο του, ενώ στις ήδη υπάρχουσες καταγγελίες έρχεται να προστεθεί και η καταγγελία του δραστήριου μέλους του σωματείου μας, Αντώνη Γ.
Το ενδιαφέρον των κατασταλτικών μηχανισμών για τους αγώνες που διεξάγονται στους χώρους εργασίας είναι γνωστό και πολλές φορές υπερβαίνει τα ίδια τα όρια της συνταγματικής τους νομιμότητας, καθώς το δικαίωμα στη συνδικαλιστική ελευθερία και δράση προστατεύεται με βάση το Σύνταγμα (σύμφωνα με το άρθρο 28§1 του Συντάγματος και ρυθμίζεται νομοθετικά με το Ν.1264/1982, όπως ισχύει). Ο Αντώνης Γ. το 2018 ως απολυμένος είχε βρεθεί στο επίκεντρο ενός μαχητικού και νικηφόρου αγώνα που διήρκησε αρκετούς μήνες και έληξε με την επαναπρόσληψη του, ενώ έχει σταθεί έμπρακτα και με συνέπεια τόσο στους εργατικούς αγώνες εντός του σωματείου μας όσο και εκτός. Προφανώς και για τη στάση του αυτή, αποτέλεσε στόχο των κατασταλτικών μηχανισμών.
Τέτοιες χαφιεδίστικες πρακτικές που προσπαθούν να καλλιεργήσουν το μαζικό φόβο και συνακόλουθα να χτυπήσουν την αγωνιστική διάθεση της κοινωνίας απέναντι στη φτωχοποίηση και την περιθωριοποίηση της, δεν θα μας κάμψουν. Από τα camp και τα κλειστά κέντρα κράτησης για τους πρόσφυγες και τους μετανάστες, στα μπουντρούμια των αστυνομικών τμημάτων με τα ασυνόδευτα ανήλικα. Και από τις εξώσεις των αναγνωρισμένων προσφύγων από τα διαμερίσματα, στις πρόσφατες επιχειρήσεις καταστολής των καταλήψεων στέγης, των φοιτητικών κινητοποιήσεων και γενικότερα του ευρύτερου ανταγωνιστικού κινήματος, το φάντασμα της αντίστασης και της οργής είναι διάχυτο, πλανιέται πάνω από τις πόλεις και είναι έτοιμο να εκραγεί με την πρώτη αφορμή.
Το Σωματείο Εργαζομένων στη μκο άρσις [1], ως ένα σωματείο που παλεύει ενάντια στην απορρύθμιση των εργασιακών σχέσεων και στην εφαρμογή ευέλικτων μορφών εργασίας, στις μισθολογικές μειώσεις και στην απλήρωτη εκτός ωραρίου εργασία, στον καθημερινό εκφοβισμό, την εργοδοτική τρομοκρατία και γενικότερα στην εργασιακή εκμετάλλευση, αντιτάσσεται σε πρακτικές που αποσκοπούν στον περιορισμό των κοινωνικών αντιστάσεων και εκφράζει την αλληλεγγύη του, τόσο στον Αντώνη Γ. όσο και στους υπόλοιπους αγωνιστές που βρέθηκαν στο στόχαστρο των κατασταλτικών μηχανισμών.